- ὀργανοπήκτωρ
- ὀργᾰνο-πήκτωρ, ορος, ὁ, ἡ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οργανοπήκτωρ — ὀργανοπήκτωρ, ορος, ό, ἡ (Α) οργανοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄργανον + πήκτωρ (< πήγνυμι «κατασκευάζω»)] … Dictionary of Greek
ὀργανοπήκτορας — ὀργανοπήκτωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)