ὀργανοπήκτωρ

ὀργανοπήκτωρ
ὀργᾰνο-πήκτωρ, ορος, , ,
A = ὀργανοποιός, Man.4.439.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οργανοπήκτωρ — ὀργανοπήκτωρ, ορος, ό, ἡ (Α) οργανοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄργανον + πήκτωρ (< πήγνυμι «κατασκευάζω»)] …   Dictionary of Greek

  • ὀργανοπήκτορας — ὀργανοπήκτωρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”